Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(χρυσοῦ δέκα τάλαντα

  • 1 ιστημι

         ἵστημι
        тж. med. (fut. στήσω - дор. στᾱσῶ, impf. ἵστην, aor. 1 ἔστησα - дор. ἔστᾱσα и στᾶσα, Anth. тж. ἕστᾰσα; conjct.: praes.- impf. ἱστῶ, aor. 2 στῶ; opt.: praes.- impf. ἱσταίην, aor. 2 σταίην; imper.: praes. ἵστη, aor. 2 στῆθι; praes.- impf. inf. ἱστάναι; part. praes.- impf. ἱστάς; med.: praes. ἵστᾰμαι, fut. στήσομαι, impf. ἱστάμην, aor. 1 ἐστησάμην, pf. ἕσταμαι; praes.- impf. conjct. ἱστῶμαι; praes.- impf. opt. ἱσταίμην; imper. praes. ἵστᾰσο; inf. praes.- impf. ἵστασθαι; part. praes.- impf. ἱστάμενος; pass.: fut. 1 σταθήσομαι, aor. 1 ἐστάθην; adj. verb. στατός; только для неперех. знач.: fut. 3 ἑστήξω и ἑστήξομαι, aor. 2 ἔστην - дор. ἔστᾱν, эп. στῆν, pf. ἕστηκα - дор. ἕστᾱκα, 1 л. pl. ἕστᾰμεν, ppf. ἑστήκειν и εἱστήκειν - 3 л. pl. ἑστήκεσαν и ἕστᾰσαν; conjct. ἑοτῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕστᾰθι - эол.-дор. στᾶθι, inf. ἑστάναι и ἑστηκέναι, part. ἑστώς, ῶσα, ώς ( или ός) и ἑστηκώς, υῖα, ός)
        1) ставить, расставлять
        

    (πελέκεας ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα, med. κρητῆρας Hom.)

        2) ставить, укреплять, подпирать
        3) ставить, помещать размещать
        

    (πεζοὺς ἐξόπιθε Hom.; τὰς ἀγέλας πλησίον τινός Xen.; τὰ μὲν ἐκ δεξιῶν, τὰ δὲ ἐξ εὐωνύμων NT.)

        τελευταίους στῆσαι τοὺς ἐπὴ πᾶσι Xen.расположить резервы в тылу

        4) выставлять вперед, устремлять
        

    (λόγχας καθ΄ αὐτοῖν Soph.)

        5) ставить, воздвигать
        

    (τρόπαιον Soph., Isocr., Plat., med. Xen., Arph.; ἀνδριάντα Her.; μνημεῖον ἀνδρείας τινὸς χάριν Arph.)

        ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arst. — достойный, чтобы ему воздвигли медную статую;
        ἱστὸν στήσασθαι Hom.водрузить мачту

        6) возводить, строить
        7) ставить на весы, взвешивать
        

    (χρυσοῦ δέκα τάλαντα Hom.; τὰ χρήματα ἀριθμεῖν, μετρεῖν καὴ ἱ. Xen.; μεγάλα βάρη Arst.)

        ἐπὴ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν Plat.прибегнуть к взвешиванию

        8) становиться
        

    (ἄντα τινός, παρά τινα Hom.)

        ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Hom. — подойди же ко мне;
        στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. — выйдя на середину (лагеря);
        στῆσαι ἐς δίκην Eur.(пред)стать перед судом

        9) стоять, опираться, покоиться
        10) стоять, вздыматься, выситься
        κρημνοὴ ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν Hom.кругом возвышались кручи

        11) поднимать
        

    ἱ. μέγα κῦμα Hom. (о реке) вздымать высокие волны, сильно волноваться;

        ὀρθὸν οὖς ἵ. Soph. — настораживать уши;
        ὀρθὸν κρᾶτα στῆσαι Eur. — поднять голову;
        ἵστασθαι βάθρων Soph. — вставать со своих мест;
        κονίης ὀμίχλην ἱ. Hom. — взбивать тучу пыли;
        κονίη ἵστατο ἀειρομένη Hom. — пыль поднималась столбом;
        ἀλγήσας ἵσταται ὀρθὸς ὅ ἵππος Her. — от боли конь поднялся на дыбы;
        δοῦρα ἐν γαίῃ ἵσταντο Hom. — копья торчали из земли;
        ὀρθαὴ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ τοῦ φόβου Plat.волосы становятся дыбом от страха

        12) поднимать, возбуждать
        

    (φυλόπιδα Hom.; μῆνιν Soph.)

        ἵστατο νεῖκος Hom. — возник спор;
        πολέμους ἵστασθαι Her. — вести войны;
        στᾶσαι ὀρθὰν καρδίαν Pind.воспрянуть духом

        13) поднимать, испускать
        

    (βοήν Aesch., Eur.; κραυγήν Eur.)

        τίς θόρυβος ἵσταται βοῆς ; Soph.что это за крики раздаются?

        14) med. держаться, вести себя
        15) останавливать, задерживать
        

    (ἡμιόνους τε καὴ ἵππους Hom.; τέν φάλαγγα Xen.; τὸν ῥοῦν Plat.; αἱ ἐναντίαι κινήσεις ἱστᾶσι ἀλλήλας Arst.; ὅ τῆς γενέσεως ποταμὸς οὔ ποτε στήσεται Plut.)

        ἵ. τέν ψυχέν ἐπί τινι Plat.останавливать свое внимание на чем-л.;
        ἐπί τινος τὸν λόγον ἱ. Sext.остановиться на каком-л. вопросе (ср. 19);
        στῆσαι ἐπί τινος τέν διήγησιν Polyb.закончить на чем-л. свое повествование;
        ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν Plat.у него (т.е. умирающего Сократа) глаза остановились

        16) переставать, прекращать
        17) сдерживать, подавлять
        18) останавливаться
        

    ἄγε στέωμεν Hom. — давай остановимся;

        τοῦτο ἀνάγκη στῆναι Arst.здесь необходимо остановиться

        19) устанавливать, учреждать или вводить, устраивать
        

    (χορούς Her., Soph.; ἑορτάν Pind.; med.: ἀγῶνα HH.; ἤθεά τε καὴ νόμους Her.)

        ἀγορέ δέκα ἡμερέων οὐκ ἵσταται Her. — в течение десяти дней рынок бездействует;
        ἐπὴ τούτου προτέρου στήσομεν τὸν λόγον Sext.с этого мы начнем свою речь (ср. 15);
        ἐπὴ στόματος δύο μαρτύρων καὴ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα NT. — на основании показаний двух или трех свидетелей (да) будет решено любое дело

        20) совершать, справлять
        

    (κτερίσματα Soph.; τῇ Μητρὴ παννυχίδα Her.)

        21) превращать, делать
        22) назначать, провозглашать
        

    (τινὰ βασιλέα, ὅ ὑπὸ Δαρείου σταθεὴς ὕπαρχος Her.; τινὰ τύραννον Soph., med. Alcaeus ap. Arst.)

        23) назначать, определять
        

    (ἡμέραν NT.)

        τριάκοντα ἀργύρια ἱ. τινί NT.предложить кому-л. тридцать серебренников

        24) med. начинаться, наступать
        

    ἔαρος ἱσταμένοιο Hom., Hes. — с наступлением весны;

        ἦν ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη Her.был девятый день нового месяца

        25) находиться в покое, быть неподвижным
        τίφθ΄ οὕτως ἕστητε τεθηπότες ; Hom. — отчего вы (словно) оцепенели?;
        κατὰ χώρην ἱ. Her.оставаться на (своем) месте

        26) оказывать сопротивление, противиться
        

    (πρὸς οὐ δικαίους Thuc.; αὐξομένῳ τῷ Δημητρίῳ Plut.)

        οἱ πολέμιοι οὐκέτι ἔστησαν, ἀλλὰ φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο Xen. — противники не устояли, а побежали врассыпную

        27) быть устойчивым, твердым
        

    (οὐδὲν ἑστηκὸς ἔχειν Arst.; λόγος μεθοδικὸς καὴ ἑστώς Polyb.)

        ἑστηκυῖα ἡλικία Plat. — устоявшийся, т.е. зрелый возраст;
        ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς Thuc. — ветер, постоянно дувший с севера

        28) (= усил. εἶναι См. ειναι) находиться, пребывать, быть
        

    τὰ νῦν ἑστῶτα Soph. — нынешние обстоятельства;

        ἐν ὡραίῳ ἕσταμεν βίῳ Eur. — я достиг зрелого возраста;
        οἱ ἑστῶτες εἶπον NT. — находившиеся (там люди) сказали;
        ξυμφορά, ἵν΄ ἕσταμεν Soph. — беда, в которую мы попали;
        ἐπὴ ξυροῦ ἱ. ἀκμῆς погов. Hom. etc. — находиться на острие бритвы, т.е. в критическом положении

    Древнегреческо-русский словарь > ιστημι

См. также в других словарях:

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»